- εὐκατάποτος
- εὐκατά-ποτος, ον,A easily swallowed, Philum. ap. Aët.9.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάποτος — εὐκατάποτος, ον (Α) αυτός που καταπίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ποτος (< κατα πίνω), πρβλ. α κατά ποτος, δυσ κατά ποτος] … Dictionary of Greek
εὐκατάποτα — εὐκατάποτος easily swallowed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)